-
1 φείδομαι
φείδομαι, Anacr.101, etc.: [tense] impf. φείδοντο (without augm.) even in S.El. 716 after a diphth. at the end of the preceding line: [tense] fut.A (troch.), Pl.Ap. 31a, etc., [dialect] Ep.πεφῐδήσομαι Il.15.215
, later [tense] fut. [voice] Pass. in med. sense φ<ε> ισθήσομαι PUniv.Giss.21.6 (ii A.D.): [tense] aor. 1ἐφεισάμην Sol.32.1
, A.Th. 412, And.2.11, etc., [dialect] Ep.[ per.] 3sg.φείσατο Il.24.236
: [dialect] Ep. redupl. [tense] aor. 2 πεφῐδόμην, used by Hom. in opt. πεφῐδοίμην, πεφίδοιτο, Od.9.277, Il.20.464, inf.πεφιδέσθαι 21.101
: [tense] pf. part.πεφεισμένος Luc.Hist.Conscr.59
(in med. sense, D.C. 50.20); [dialect] Ep. imper.πεφίδησο IG14.1363.16
; part.πεφιδημένος Nonn. D.12.392
:— spare:I spare persons and things, e.g. in war, i.e. not destroy them, c. gen.,Τρώων Il.21.101
;ἀνδρός 24.158
, cf. Od.9.277, 22.54, Pl.Ap. 31a;Ἰλίου Il.15.215
;Ἄρης οὐκ ἀγαθῶν φ. Anacr.
l. c.; ;γῆς πατρίδος Sol.
l.c.; μὴ φείσῃ βίου spare not my life, S.Ph. 749;μὴ φείδεσθε.. στρατοῦ Id.Aj. 844
;φ. μήτε ἰδίου μήτε δημοσίου οἰκοδομήματος Th.1.90
, cf. 3.74: abs., spare, be merciful, ib.59.II spare persons and things in using them, use sparingly, ἵππων φειδόμενος, i. e. taking care of them, Il.5.202;πίθου μεσσόθι φ. Hes.Op. 369
; φ. ὃν εἶχε βίον ( βίον by attraction to the relat.) Thgn.908;ἰδίᾳ μὲν τῶν < ὄντων> φείδομαι δημοσίᾳ δὲ λῃτουργῶν ἥδομαι Lys.21.16
; Com.190: in this sense, most freq. with a negat., οὐ φ. not to spare, i. e. to use or give freely,οὐδέ νυ τοῦ περ [δέπαος] φείσατο Il.24.236
;μὴ φείδεο σίτου Hes.Op. 604
;θνῄσκωμεν ψυχέων μηκέτι φειδόμενοι Tyrt.10.14
;τᾶς ζωᾶς Id.15.5
;σφετέρας οὐ φείσατο νευρᾶς Pi.I.6(5).33
;φείδεο τῶν νεῶν, μηδὲ ναυμαχίην ποιέο Hdt.8.68
.ά; τούτων φ. μηδενός Id.9.41
, cf. 39;φείδοντο κέντρων οὐδέν S.El. 716
;οὐδὲν φ. αὐτῶν οὔτ' ἐν πόνοις κτλ. X.Cyr.4.2.1
, cf. 7.1.29;οὔτε τοῦ σώματος οὔτε τῶν ὄντων And.2.11
;οὐδενὸς ἂν ἐφείσατο τῶν ἑαυτοῦ Lys.19.24
;οὔθ' ἱερῶν κτεάνων οὔτε τι δημοσίων φ. Sol.4.13
;μήτε χρημάτων μήτε πόνων Pl.Phd. 78a
: later also c. acc., τῶν συμμάχων and τὰ τῶν συμμάχων both in D.C.50.20.2 abs., to be sparing, live thriftily,φείδεσθαι μὲν ἄμεινον Thgn.931
; ;οἱ γεωργοῦντες καὶ φ. D.24.172
, cf. Antipho Soph.53; freq. in part. φειδόμενος, η, ον, thrifty, Ar.Pl. 247, 553 (anap.), etc.; ὄμμασι φειδομένοις with shrinking, shy eyes, AP12.21 (Strat.), cf. 5.215 (Agath.), 268 (Id.); αἱ μὴ φ. (sc. μέλισσαι ) the un thrifty ones, Arist.HA 627a20: alsoἔπαινοι πάνυ πεφεισμένοι Luc.Hist.Conscr.59
;πεφιδημένα δάκτυλα Nonn.D.12.392
; cf. πεφεισμένως, φειδομένως.III have consideration for,τῆς τοῦ λόγου συμμετρίας Plu.2.114b
: with neg., pay no heed to,οὔτ' ἀνθρώπων φείδεται οὔτε θεῶν AP5.278
(Paul.Sil.), cf. 7.706 (Diog.).IV draw back from, refrain from,θαλάσσας Alc.Supp.4.13
(prob.);κελεύθου Pi.N.9.20
;κινδύνου X.Cyr.5.5.18
; ; τοῦ λέγειν, τοῦ ἀκολουθεῖν, X.Cyr.1.6.19 (v.l.), HG7.1.24; , cf. E.Med. 401, etc.;οὐδενὸς φεισάμενος οὔτε τῶν πρὸς τοὺς θεοὺς οὔτε τῶν πρὸς τοὺς πολίτας δικαίων SIG708.36
(Istropolis, ii B.C.): (abs.,μὴ φείδεσθε E.Tr. 1285
;φείδου μηδέν Id.Hec. 1044
;μὴ φείδου, εἴ τι ἔχεις διδάσκειν X.Cyr.1.6.35
): c. inf., spare to do, forbear from doing, dub. in E.Or. 393 (fort. abs., post φείδου δ' distinguendum); alsoφ. μή τι δρᾶσαι τῶν τυραννικῶν Pl.R. 574b
;τί φειδόμεσθα τῶν λίθων.. μὴ οὐ καταξαίνειν τὸν ἄνδρα; Ar.Ach. 319
(troch.).V in LXX, with Preps.,φ. ἐπί τινι
have mercy upon.., Je.15.5
, 21.7;ἐπί τινα Id.28(51).3
; φ. περί τινος to keep one's hands off.., 2 Ki.12.6 (but φ. περὶ κακώσεως spare to hurt, ib.Si.13.12);φ. ὑπὲρ τῆς κολοκύνθης Jn.4.10
;ἀπό τινος 1 Ki.15.3
, Ez. 24.21; φ. τι ἀπό τινος keep it off, Jb.30.10; φ. τῆς ψυχῆς ἀπὸ θανάτου ib.33.18, cf. Ps.18(19).14; φειδεύμενοι (from [var] contr. [full] φειδέομαι) is cj. for φιλεύμεναι in Eus.Mynd.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φείδομαι
-
2 αθλημα
- ατος τό1) бой, борьба Plat., Polyb., Plut.2) орудие трудаτὰ τᾶς θήρας ἀθλήματα Theocr. — охотничьи снасти
-
3 ἐξ-αιρέω
ἐξ-αιρέω (s. αἱρέω, ἐξῃρήσατο Ar. Th. 760, ἐξαιρήσωνται Aristid.), herausnehmen; – 1) Etwas von seinem Orte wegnehmen, aus Etwas herausnehmen, λέβητος ἔξελε Pind. Ol. 1, 26; Ggstz ἐντιϑέναι Plat. Crat. 414 d, wie ἐπεμβάλλειν 399 a; öfter γράμματα, z. B. τὸ δέλτα τοῠ ὀνόματος 413 e; οὓς ἐγὼ ἔκ τε τοῦ λέγειν καὶ τοῦ γράφειν ἐξαιρῶ Theaet. 162 d; ὁ φοίνιξ, ὅϑεν ἐξαιρεϑείη ὁ ἐγκέφαλος Xen. An. 2, 5, 21; οἴακας ἐξῃροῦμεν νεώς Eur. I. T. 1357; ἐξελοῦσ' ὡς καρδίαν ἀλεκτόρων Aesch. Eum. 861; von der Herausnahme der Eingeweide des Opferthieres, κοιλίην, νηδύν, Her. 2, 40. 87; τὰ ἱερὰ ἐξῃρημένα Xen. An. 2, 1, 9. – Med., sich, für sich Etwas herausnehmen; φαρέτρης ἐξείλετο πικρὸν ὀϊστόν Il. 8, 323; οἰωνοί, οἷσί τε τέκνα ἀγρόται ἐξείλοντο, denen Landleute die Jungen ausnahmen, Od. 16, 218; τὰ μεγάλα ἱστία, die Segel einziehen, Xen. Hell. 1, 1, 13; – τὰ φορτία, die Schiffsladung aus dem Schiffe herausnehmen u. ans Land schaffen, ausladen, τὰ ἀγώγιμα Xen. An. 5, 1, 16, Thuc. 8, 90; Dem. 56, 10 ἐξαιρεῖται τὸν σῖτον ἐν τῇ Ῥόδῳ καὶ ἐκεῖ ἀποδίδοται; ib. 3 u. 35, 13; Lycurg. 18 u. öfter. Auch das pass. so, κέραμος ἐξαιρεόμενος ἐν Αἰγύπτῳ, der dort ausgeladen, nach Aegypten eingeführt wird, Her. 3, 6. – 2) übh. wegnehmen, entfernen, beseitigen, auch von Gemüthsaffecten; εὖ πατρὸς ἐξεῖλον φόβον Eur. Phoen. 991; ἐξέλοιμεν ἀλλήλων τὴν ἀπιστίαν, das Mißtrauen entfernen, Xen. An. 2, 5, 21; ὀρϑῶς ἂν ἐξαιροῖμεν τοὺς ϑρήνους τῶν ὀνομαστῶν ἀνδρῶν, wie τοὺς ὀδυρμούς, die Klagen um die Männer aufheben, Plat. Rep. III, 387 ce; τὴν ἄγνοιαν Legg. VI, 771 c; ἐνόντα ἔρωτα Conv. 186 d; τὰς δόξας Soph. 230 d; ἁμαρτίας ἐξῃρημένης Charm. 171 e; φόβους πολιτῶν Isocr. 2, 23; λόγοις τὰς διαφοράς 12, 165. – Auch im med., ἐξελέσϑαι ὑμῶν τὴν διαβολήν Plat. Apol. 19 a, τέρψιν βίου Eur. Alc. 347; νεῖκος πατρός, aufheben, Med. 904, ὁ ϑεὸς ἐξαιρούμενος τὸν νοῠν τούτων Plat. Ion 534 c, wie τοῠ μὲν φρένας ἐξέλετο Ζεύς, den Verstand nehmen, Hes. Sc. 89, Il. 17, 470 u. öfter, auch Γλαύκῳ φρένας ἐξέλετο Ζεύς, 6, 234; mit dem Nebenbegriffe des gewaltsamen Entreißens, ἐξελέσϑαι τινὰ ϑυμόν 15, 480. 17, 678; in tmesi, ἐκ ϑυμὸν ἑλέσϑαι 11, 381; ἐκ δέος εἵλετο γυίων Od. 6, 140; τί τινος, Il. 19, 137. 24, 754 Od. 11, 201. So, rauben, Aesch. Suppl. 924; μὴ 'ξέλῃ τὰ φίλτατα Soph. Bl. 1199; βίᾳ γυναῖκα τήνδε σ' ἐξαιρήσεται Eur. Alc. 79, dgl. I. A. 972; Ar. Par 316. 443. Aehnlich ἐξελέσϑαι τοῦ πολέμου Pol. 1, 11, 11; ἐκ τῶν κινδύνων Dem. 18, 90, im Psephisma, den Gefahren entreißen; οὔτε γὰρ τὸ γνῶναι καὶ δοκιμάσαι τὸ βέλτιστον ἐξελέσϑαι δύναιτ' ἂν ὑμῶν οὐδὲ εἷς, das kann euch Keiner entreißen, Dem. 24, 37; βίας τοὐς ἀδικουμένους Plut. Rom. 6. – Auch im pass., ἐξαιρε ϑέντες τὸν Δημοκήδεα, denen Demokedes entrissen worden, Her. 3, 137; vgl. Thuc. 6, 24 τὸ ἐπιϑυμοῠν τοῠ πλοῦ οὐκ ἐξῃρέϑησαν, die Lust wurde ihnen nicht genommen, wie ἐξαιρεϑέντας ἀδικίαν ὑπὸ τοῦ διδασκάλου, denen vom Lehrer die Ungerechtigkeit benommen, die davon befreit sind, Plat. Gorg. 519 d. – Bes. merke man – a) ἐξαιρεῖσϑαί τινα εἰς ἐλευϑερίαν, in libertatem vindicsre, Lys. 23, 9 Dem. 10, 14 u. öfter bei den Rednern, womit Her. 3, 137 zu vergleichen, ἄνδρα δραπέτην γενόμενον ἐξαιρέεσϑε; ä. Pol. 1, 36, 5. – b) eine Ausnahme machen mit Etwas, ausnehmen, bei Seite setzen; μητέρας ἐξελόντες, mit Ausnahme der Mütter, Her. 3, 150; Σιμμίαν ἐξαιρῶ λόγου, den S. nehme ich aus, Plat. Phaedr. 242 b, vgl. Rep. VI, 492 e; ὅταν ἑαυτὸν ἀεὶ ἀναίτιον ἐξαιρῇ Legg. V, 726 b; Sp; ἐξελόντες τὰς ἀντιμοιρίας, von der Erbschaft bei Seite legen, Dem. 36, 8; ἐξειλόμεϑα τὴν οἰκίαν εἰς ἔκτισιν προικός 40, 56; τὸ μέσον τούτων ἐξεῖλες, du hast es übergangen, 23, 36. – c) mit Gewalt austreiben, τοὺς κατοικημένους Her. 5, 16; austilgen, vernichten, sowohl mit dem Namen der Einwohner, Her. oft, als τὴν πόλιν, von Grund aus zerstören, 1, 103. 8, 111 u. oft; auch στρουϑούς, σφῆκας, 1, 159; Xen. Hell. 4, 2, 12. So Eur. πόλεις Tr. 892; τοὺς Ἡρα-κλείους παῖδας Herc. Fur. 39; ϑῆρας χϑονός Hipp. 18; φϑίνοντα Λαΐου ϑέσφατ' ἐξαιροῠσιν ἤδη, VLL. ἀφανίζουσιν, die Orakel zu Schanden machen, Soph. O. R. 908; οἰκίας καὶ πόλεις κατ' ἄκρας ἐξαιρεῖν Plat. Legg. X, 909 b; πόλιν ἐξελεῖν, erobern, Thuc. 4, 69; Xen. Hell. 2, 2, 19; τὰ χωρία Dem. 33, 115; D. Hal. 8, 86 u. a. Sp. – 3) aus einer Anzahl herausnehmen, auswählen, auslesen, ἥν οἱ Ἀχαιοὶ ἔξελον Il. 11, 627, die sie für ihn auswählten, ihm bestimmten, wie κούρην, ἣν ἄρα μοι γέρας ἔξελον 16, 56; im med., für sich auswählen, 9, 129; ταύτας ἐξείλεϑ' αὑτῷ κτῆμα καὶ ϑεοῖς κριτόν Soph. Tr. 244; δῶρον O. C. 546; ἐπειδὰν ϑεοῖσιν ἀκροϑίνι' ἐξέλῃς Eur. Rhes. 470; τέμενος βασιλεῖ Her. 4, 161; γέρεα 2, 168; κλήρους τοῖς ϑεοῖς ἱερούς Thuc. 3, 50; Xen. Cyr. 4, 5, 51. 7, 5, 35 u. öfter; ἱερὰ καὶ ἀγορὰν ἐξῃρῆσϑαι ϑεῶν Plat. Legg. VIII, 848 d; auch εἰς τὸν κόσμον, Alc. I, 123 c; – ἐξαραιρημένος, geweiht, Her. 1, 148.
-
4 εξαιρεω
(fut. ἐξαιρήσω, aor. 2 ἐξεῖλον, pf. ἐξῄρηκα)1) вынимать, извлекать, удалять(τὸν λίθον, τέν νηδύν Her.; τὸ δέλτα τοῦ ὀνόματος Plat.; τοὺς ὀδόντας Arst.; ἔπος τινὰ ἐκ τῶν τοῦ Ἡσιόδου Plut.)
τὰ ἱερὰ ἐξῃρημένα Xen. — вынутые внутренности жертвенного животного2) вынимать, доставать(πέπλους ἔνθεν, med. ὀϊστὸν φαρέτρης Hom.; λέβητός τι Pind.)
3) выкапывать, добывать4) снимать, срывать(οἴακας νεώς Eur.)
5) med. убирать(τὰ μεγάλα ἱστία Xen.)
6) med. выгружать(τὰ φορτία Hes.; τὸν σῖτον Thuc., Dem.; τὰ ἀγώγιμα Xen.)
7) опорожнять(ὅ κέραμος ἐξαιρεόμενος Her.)
8) отнимать, похищать, увозить(Μήδειαν ἐκ Κόλχων δόμων Pind.; med.: τέκνα τινί Hom.; τὰ φίλτατα Soph.; ἄνδρα δραπετέν γενόμενον Her.)
ἐξελέσθαι τινὰ θυμόν Hom. — лишать кого-л. жизни9) med. оберегать, охранять, освобождать, спасать(τινὰ τῶν κινδύνων Dem.; τινὰ τοῦ πολέμου Polyb.; τοὺς ἀδικουμένους βίας Plut.)
ἐ. τινα εἰς ἐλευθερίαν Lys. — требовать чьего-л. освобождения10) тж. med. отнимать, устранять, рассеивать, прекращать(τινὸς φόβον Eur. и φόβους Isocr.; med. νεῖκός τινος Eur.)
ἁμαρτίας ἐξῃρημένης Plat. — с устранением ошибки;τὸ ἐπιθυμοῦν οὐκ ἐξῃρέθησαν ὑπὸ τοῦ ὀχλώδους Thuc. — трудности не охладили их рвения;ἐξαιρεθεὴς ἀδικίαν Plat. — тот, в ком искоренена несправедливость11) улаживать(λόγοις τὰς διαφοράς Isocr.)
12) отвергать, опровергать(τὰς ἐμποδίους δόξας Plat.; med. τὸν ἐναντίον λόγον Arst.; ἐξελέσθαι τέν διαβολήν τινος Plat.)
13) отвергать, презирать(τὰ παλαιὰ θέσφατα Soph.)
14) устранять, исключатьμητέρας ἐξελόντες Her. — за исключением матерей;Σιμμίαν ἐξαιρῶ λόγου Plat. — о Симмии я не говорю;τὸ μέσον τινὸς ἐξελεῖν Dem. — пропустить, обойти молчанием середину чего-л.15) выделять, обособлять(τὰς ἀντιμοιρίας, med. τέν οἰκίαν εἰς ἔκτισιν προικός Dem.)
16) изгонять, прогонять17) уничтожать, истреблять(θῆρας χθονός Eur.; σφῆκας Xen.)
18) разрушать, разорять, опустошать(οἰκίας καὴ πόλεις Plat.)
19) захватывать, завоевывать(πόλιν Thuc.; χωρίον Dem., Plut.)
πᾶν ἐξαιρεῖ λόγος Eur. — слово покоряет все20) med. выбирать21) выделять, отбирать, предназначать(Ἑκαμήδην Νέστορι Hom.)
ἐξελεῖν τινι τεμένεα Hes. — отвести кому-л. лучшие участки;med. — отбирать для себя, брать себе (μενοεικέα Hom.; τινα αὑτῷ κτῆμα Soph.):δῶρον ἐξελέσθαι τινός Soph. — получить от кого-л. дар22) культ. посвящать(κλήρους τοῖς θεοῖς Thuc.)
ἐξαραιρημένος Ποσειδέωνι Her. — посвященный Посидону -
5 μέν
1 where μέν is merely an emphatic particle, and is not balanced by δέ or another particle.a emphasising a demonstrative, not in nom., which refers back to a word in (esp. subject of) a preceding sentence.ὁ δ' αὐτῷ πὰρ ποδὶ σχεδὸν φάνη· τῷ μὲν εἶπε O. 1.75
οὐδ' ἀκράντοις ἐφάψατο ἔπεσι· τὸν μὲν ἀγάλλων θεὸς ἔδωκεν O. 1.86
μαντεύσατοδ' ἐς θεὸν ἐλθών. τῷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας εἶπε O. 7.32
Γλαῦκον τρόμεον Δαναοί. τοῖσι μὲν ἐξεύχετ O. 13.60
( ὄρος)τοῦ μὲν ἐπωνυμίαν κλεινὸς οἰκιστὴρ ἐκύδανεν πόλιν γείτονα P. 1.30
πατήρ. τῷ μὲν εἰ κατέβαν ὑγίειαν ἄγων P. 3.72
δεσπόταν· τὸν μὲν Φοῖβος ἀμνάσει P. 4.53
ὣς φάτο· τὸν μὲν ἔγνον ὀφθαλμοὶ πατρός P. 4.120
( δοιοὶ δ' ὑψιχαῖται ἀνέρες).τῶν μὲν κλέος P. 4.174
Κυράναν· ἁ μὲν οὔθ' ἱστῶν παλιμβάμους ἐφίλησεν ὁδούς P. 9.18
γαμβρὸς Ἥρας. τῷ μὲν δαῖτα πορσύνοντες ἀστοὶ I. 4.61
( Αἰακὸν)τοῦ μὲν ἀντίθεοι ἀρίστευον υἱέες I. 8.24
( Ἀχιλεύς)τὸν μὲν οὐδὲ θανόντ' ἀοιδαὶ ἔλιπον I. 8.56
( καὶ κεῖνος)τὸν μὲν οὐ κατελέγχει κριτοῦ γενεὰ πατραδελφεοῦ I. 8.65
Ὕλλου τε καὶ Αἰγιμιοῦ · τῶν (Hermann: τὰ cod.)μὲν ὑπὸ στάθμᾳ νέμονται I. 9.4
cf. fr. 140b. 16.b emphasising adv., esp. temporal.νῦν μὲν αὐτῷ γέρας Ἀλκιμέδων O. 8.65
μελέων, τὰ παρ' εὐκλέι Δίρκᾳ χρόνῳ μὲν φάνεν O. 10.85
σάμερον μὲν χρή P. 4.1
αἱ δὲ πρώτιστον μὲν ὕμνησαν Διὸς ἀρχόμεναι σεμνὰν Θέτιν N. 5.25
ὃς τότε μὲν βασιλεύων κεῖθι N. 9.11
( Διόσκουροι)μάλα μὲν ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι N. 10.54
adv. phrase, “τὸ μὲν ἐμόν, Πηλέι γέρας θεόμορον ὀπάσσαι γάμου Αἰακίδᾳ” I. 8.38c emphasising verb.ἐπέγνω μὲν Κυράνα P. 4.279
d where the balancing thought is,I suppressed.παῖδας, ὧν εἷς μὲν Κάμιρον πρεσβύτατόν τε Ἰάλυσον ἔτεκεν Λίνδον τε O. 7.73
τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι (v. also μέν τε) P. 11.46ξανθὸς δ' Αχιλεὺς τὰ μὲν μένων Φιλύρας ἐν δόμοις, παῖς ἐὼν ἄθυρε μεγάλα ἔργα N. 3.43
πρῶτον μὲν fr. 30. 1.II not expressed in coordinated clause.ἤδη γὰρ αὐτῷ, πατρὶ μὲν βωμῶν ἁγισθέντων, διχόμηνις ἀντέφλεξε Μήνα O. 3.19
τοὺς μὲν ὦν P. 3.47
τὰ μὲν ὦν οὐ δύνανται νήπιοι κόσμῷ φέρειν ἀλλ' ἀγαθοί, τὰ καλὰ τρέψαντες ἔξω P. 3.83
e contrasting with what precedes, not what follows. ἄγγελος ἔβαν πέμπτον ἐπὶ εἴκοσι τοῦτο γαρύων εὖχος ἀγώνων ἄπο. δύο μὲν Κρονίου πὰρ τεμένει, παῖ, σέ τ' ἐνόσφισε καὶ Πολυτιμίδαν κλᾶρος προπετὴς ἄνθἐ Ὀλυμπιάδος ( μὰν coni. Wil.) N. 6.61 esp.,ἀλλὰ μέν, ἀλλ' ἐπεύξασθαι μὲν ἐγὼν ἐθέλω Ματρί P. 3.77
“ ἀλλὰ καὶ σκᾶπτον μόναρχον καὶ θρόνος τὰ μὲν ἄνευ ξυνᾶς ἀνίας λῦσον” P. 4.154f dub. & fragg. [ ἀγαθοῖς μὲν (Schr.: ἀγαθοῖσιν codd.) N. 11.17]ἐγὼ μὲν ὑπὲρ χθονὸς Pae. 8.14
]ἔνθεν μὲν αρ[ Πα. 13a. 22. ]α μὲν γὰρ εὔχομαι[ Pae. 16.3
ἔνθεν μὲν fr. 59. 11. πρόσθα μὲν fr. 70. 1. πρὶν μὲν ἕρπε Δ. 2. 1. μὲν στάσις[ Δ. 3. 3. ]φθίτο μὲν γα[ Δ. 4e. 8. τὰν λιπαρὰν μὲν Αἴγυπτον fr. 82. κείνῳ μὲν fr. 92. Λάκαινα μὲν fr. 112. δελφῖνος, τὸν μὲν ἐκίνησ' ἐρατὸν μέλος fr. 140b. 16. οἱ μὲν κατωκάρα δεσμοῖσι δέδενται fr. 161. φθέγμα μὲν πάγκοινον ἔγνωκας fr. 188. πανδείματοι μὲν fr. 189. ἴσον μὲν fr. 224. ἁ μὲν πόλις Αἰακιδᾶν fr. 242. ] υν μὲν θεο[ ?fr. 337. 11. στῆναι μὲν οὐ θέμις οὐδὲ παύσασθαι φορᾶς ?fr. 358.g γε μέν, v. 4.2 μέν δέ.a where sentences are opposed.ἐμοὶ μὲν τὺ δὲ O. 1.84
θανόντων μὲν ἐνθάδ' τὰ δ ἐν τᾷδε Διὸς ἀρχᾷ O. 2.57
παρὰ μὲν τιμίοις τοὶ δὲ O. 2.65
τὸν μὲν λεῖπε χαμαί· δύο δὲ ἐθρέψαντο δράκοντες O. 6.44
τὰ μὲν ἐκ θεοῦ δ O. 11.8
κελαδέοντι μὲν σὲ δ P. 2.15
—8.νεότατι μὲν βουλαὶ δὲ πρεσβύτεραι P. 2.63
—5.τόδε μὲν μέλος ὑπὲρ πολιᾶς ἁλὸς πέμπεται· τὸ Καστόρειον δ' θέλων ἄθρησον P. 2.67
τῷ μὲν Ἀπόλλων · ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ P. 4.66
τὸν μὲν οὐ γίνωσκον· ὀπιζομένων δ' ἔμπας τις εἶπεν P. 4.86
“ἀλλὰ τούτων μὲν κεφάλαια λόγων ἴστε. λευκίππων δὲ δόμους πατέρων φράσσατέ μοι” P. 4.116μάκαρ μὲν ἀνδρῶν μέτα ἔναιεν, ἥρως δ' ἔπειτα λαοσεβής P. 5.95
μάλιστα μὲν Κρονίδαν θεῶν σέβεσθαι· ταύτας δὲ μή ποτε τιμᾶς ἀμείρειν γονέων βίον πεπρωμένον P. 6.23
ὁ μὲν που τεοῖς τε μήδεσι τοῦτ' ἔπραξεν, τὸ δὲ συγγενὲς ἐμβέβακεν ἴχνεσιν πατρὸς (contra Wil., 467.) P. 10.11—2.οἱ μὲν πάλαι, νῦν δ I. 2.1
—9.ἀλλ' ὀνοτὸς μὲν ἰδέσθαι, συμπεσεῖν δ ἀκμᾷ βαρύς I. 4.50
—1.ἀλλ' ἐμοὶ δεῖμα μὲν παροιχόμενον καρτερὰν ἔπαυσε μέριμναν. τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν I. 8.11
“ἀλλὰ τὰ μὲν παύσατε· βροτέων δὲ λεχέων τυχοῖσα υἱὸν εἰσιδέτω θανόντ' ἐν πολέμῳ” I. 8.35 καλῶν μὲν ὦν μοῖράν τε τερπνῶν ἐς μέσον χρὴ παντὶ λαῷ δεικνύναι· εἰ δέ τις ἀνθρώποισι θεόσδοτος ἀτληκηκοτας προστύχῃ, ταύταν σκότει κρύπτειν ἔοικεν fr. 42. 3—5. ἀλλὰ [ βαρεῖα μὲν] ἐπέπεσε μοῖρα· τλάντων δ' ἔπειτα Πα. 2.. ταῦτα θεοῖσι μὲν πιθεῖν σοφοὺς δυνατόν, βροτοῖσιν δ ἀμάχανον εὑρέμεν Πα... τὸν μὲν Ὑπερβορ[έοις] ἄνεμος ζαμενὴς ἔμειξ[ ] ὦ Μοῖσαι, τοῦ δὲ παντεχ[ ] τίς ὁ ῥυθμὸς ἐφαίνετο; Πα... χάλκεοι μὲν τοῖχοι χρύσεαι δ ἓξ ὑπὲρ αἰετοῦ ἄειδον κηληδόνες Πα... Κρῆτα μὲν καλέοντι τρόπον, τὸ δ ὄργανον Μολοσσόν *fr. 107b. 2.* σῶμα μὲν πάντων ἕπεται θανάτῳ περισθενεῖ, ζωὸν δ' ἔτι λείπεται αἰῶνος εἴδωλον fr. 131b. 1.b where sentences are joined.ζώει μὲν ἐν Ὀλυμπίοις Σεμέλα. λέγοντι δ' ἐν καὶ θαλάσσᾳ βίοτον ἄφθιτον Ἰνοῖ τετάχθαι O. 2.25
— 30.Ὀλυμπίᾳ μὲν γὰρ Πυθῶνι δ O. 2.48
—9.τᾷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας πραύμητίν τ' Ἐλείθυιαν παρέστασέν τε Μοίρας. ἧλθεν δ ὑπὸ σπλάγχνων Ἴαμος O. 6.41
κείνοισι μὲν ( κείνοις ὁ μὲν coni. Mingarelli) —.αὐτὰ δὲ O. 7.49
—50.Ἄλτιν μὲν ὅγ' ἐν καθαρῷ διέκρινε, τὸ δὲ κύκλῳ πέδον ἔθηκε δόρπου λύσιν O. 10.45
—7.εἰ γὰρ ὁ πᾶς χρόνος ὄλβον μὲν οὕτω καὶ κτεάνων δόσιν εὐθύνοι, καμάτων δ' ἐπίλασιν παράσχοι P. 1.46
τοὶ μὲν ἀλλάλοισιν ἀμειβόμενοι γάρυον τοιαῦτ· ἀνὰ δ' ἡμιόνοις Πελίας ἵκετο P. 4.93
—4.ὀρφανίζει μὲν, ἔμαθε δ P. 4.283
—4. τὸ μὲν ἔχει συγγενὴς ὀφθαλμὸςαἰδοιότατον γέρας. μάκαρ δὲ καὶ νῦν P. 5.15
—20.πολλοῖσι μὲν γὰρ ἀείδεται νικαφόροις ἐν ἀέθλοις. τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει P. 8.25
—8.τοιαῦτα μὲν ἐφθέγξατ' Ἀμφιάρηος. χαίρων δὲ καὶ αὐτὸς Ἀλκμᾶνα στεφάνοισι βάλλω P. 8.55
—6.τὸ μὲν μέγιστον τόθι χαρμάτων ὤπασας, οἴκοι δὲ πρόσθεν ἁρπαλέαν δόσιν ἐπάγαγες P. 8.64
ποτὶ γραμμᾷ μέν αὐτὰν στᾶσε κοσμήσαις τέλος ἔμμεν ἄκρον, εἶπε δ P. 9.118
—9. θάνεν μὲν αὐτὸς ἥρως Ἀτρείδας. ὁ δ' ἄρα γέροντα ξένον Στροφίον ἐξίκετο (others join μέν with τ v. 33) P. 11.31—4.ὁ δ' ὀρθὸν μὲν ἄντεινεν κάρα, πειρᾶτο δὲ πρῶτον μάχας N. 1.43
ἐν Τροίᾳ μὲν Ἕκτωρ Αἴαντος ἄκουσεν. ὦ Τιμόδημε, σὲ δ' ἀλκὰ παγκρατίου τλάθυμος ἀέξει N. 2.14
ἁ Νεμέα μὲν ἄραρεν μείς τ' ἐπιχώριος. ἅλικας δ ἐλθόντας οἴκοι τ ἐκράτει Νίσου τ ἐν εὐαγκεῖ λόφῳ N. 5.44
—5.καὶ ταῦτα μὲν παλαιότεροι ὁδὸν ἀμαξιτὸν εὗρον. ἕπομαι δὲ καὶ αὐτός N. 6.53
—4.χρεῖαι δὲ παντοῖαι φίλων ἀνδρῶν. τὰ μὲν ἀμφὶ πόνοις ὑπερώτατα, μαστεύει δὲ καὶ τέρψις ἐν ὄμμασι θέσθαι πιστόν N. 8.42
πεῖραν μὲν ἀγάνορα Φοινικοστόλων ἐγχέων ἀναβάλλομαι ὡς πόρσιστα, μοῖραν δ' εὔνομον αἰτέω N. 9.28
—9.τὰν μέν ᾤκισσεν ἁγεμόνα. σὲ δ' ἐς νᾶσον Οἰνοπίαν ἐνεγκὼν κοιμᾶτο I. 8.19
—21. καὶ τὸ μὲν διδότω θεός. [ὁ δ]ἐχθρὰ νοήσαις ἤδη φθόνος οἴχεται Πα. 2.. χρῆν μὲν κατὰ καιρὸν ἐρώτων δρέπεσθαι, τὰς δὲ Θεοξένου ἀκτῖνας δρακείς, ὃς μὴ ποθῷ κυμαίνεται, κεχάλκευται (Hermann: με codd.) fr. 123. 1. ὃς μὲν ἀχρήμων, ἀφνεὸς τότε, τοὶ δ' αὖ πλουτέοντες fr. 124. 8. ἀπὸ μὲν λευκὸν γάλα χερσὶ τραπεζᾶν ὤθεον, αὐτόματοι δ' ἐπλάζοντο fr. 166. 3.c where subordinate clauses are joined.εἰ δ' ἀριστεύει μὲν ὕδωρ, κτεάνων δὲ χρυσὸς αἰδοιέστατος O. 3.42
ἐκέλευσεν δ' αὐτίκα χρυσάμπυκα μὲν Λάχεσιν χεῖρας ἀντεῖναι θεῶν δ ὅρκον μέγαν μὴ παρφάμεν O. 7.64
—5. ( φόρμιγξ) τᾶς ἀκούει μὲν βάσις, πείθονται δἀοιδοὶ σάμασιν P. 1.2
—3.τᾶς ἐρεύγονται μὲν ἀπλάτου πυρὸς ἁγνόταται ἐκ μυχῶν παγαί. ποταμοὶ δὲ P. 1.21
—2.τῶ σε μὴ λαθέτω, Κυράνα, παντὶ μὲν θεὸν αἴτιον ὑπερτιθέμεν, φιλεῖν δὲ Κάρρωτον P. 5.25
—6. ( πάρφασις)ἃ τὸ μὲν λαμπρὸν βιᾶται, τῶν δ' ἀφάντων κῦδος ἀντείνει σαθρόν N. 8.34
d where parts of sentences are opposed or joined.ὃς σε μὲν Νεμέᾳ πρόφατον, Ἀλκιμέδοντα δὲ πὰρ Κρόνου λόφῳ θῆκεν Ὀλυμπιονίκαν O. 8.16
αἴνει δὲ παλαιὸν μὲν οἶνον, ἄνθεα δ' ὕμνων νεωτέρων O. 9.48
—9.τέρας μὲν θαυμάσιον προσιδέσθαι, θαῦμα δὲ καὶ παρεόντων ἀκοῦσαι P. 1.26
πράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν σθένος, βουλαῖσι δὲ φρήν N. 1.26
ὅσσους μὲν ἐν χέρσῳ κτανών, ὅσσους δὲ πόντῳ θῆρας ἀιδροδίκας N. 1.62
οἶον αἰνέων κε Μελησίαν ἔριδα στρέφοι ῥήματα πλέκων, ἀπάλαιστος ἐν λόγῳ ἕλκειν, μαλακὰ μὲν φρονέων ἐσλοῖς, τραχὺς δὲ παλιγκότοις ἔφεδρος N. 4.95
—6.Αἰακόν, ἐμᾷ μὲν πολίαρχον εὐωνύμῳ πάτρᾳ, Ἡράκλεες, σέο δὲ προπράον' ἔμμεν ξεῖνον ἀδελφεόν τ N. 7.85
ὥρα πότνια τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις, ἕτερον δὲ ἑτέραις N. 8.3
τρὶς μὲν, τρὶς δὲ N. 10.27
—8. “ ἥμισυ μὲν ἥμισυ δ” N. 10.87—8.ἀνὰ δ' ἔλυσεν μὲν ὀφθαλμόν, ἔπειτα δὲ φωνὰν χαλκομίτρα Κάστορος N. 10.90
ἀλλ' ἐπέρα ποτὶ μὲν Φᾶσιν θερείαις, ἐν δὲ χειμῶνι πλέων Νείλου πρὸς ἀκτάν I. 2.41
κατὰ μὲν φίλα τέκν' ἔπεφνεν, αὐτὸν δὲ τρίτον fr. 171. πολλοῖς μὲν ἐνάλου ὀρείου δὲ πολλοῖς ἄγρας ἀκροθινίοις ( δὲ πολλοῖς Duebner: πολλάκις codd.) ?fr. 357.e explicative, distributive.ἄνθεμα δὲ χρυσοῦ φλέγει, τὰ μὲν χερσόθεν ὕδωρ δ' ἄλλα φέρβει O. 2.72
γλαυκοὶ δὲ δράκοντες τρεῖς, οἱ δύο μὲν κάπετον, εἷς δ O. 8.38
, cf. O. 13.58, P. 2.48διδύμους υἱοὺς τὸν μὲν Ἐχίονα, κεχλάδοντας ἥβᾳ, τὸν δ' Ἔρυτον P. 4.179
Κάδμου κόραι, Σεμέλα μὲν Ὀλυμπιάδων ἀγυιᾶτις, Ἰνὼ δὲ Λευκοθέα P. 11.1
φυᾷ δ' ἕκαστος διαφέρομεν βιοτὰνλαχόντες, ὁ μὲν τά, τὰ δ' ἄλλοι N. 7.55
“ἀλλ' ἄγε τῶνδέ τοι ἔμπαν αἵρεσιν παρδίδωμ· εἰ μὲν, εἰ δὲ N. 10.83
—5.ῥεέθροισί τε Δίρκας ἔφανεν καὶ παρ' Εὐρώτᾳ πέλας, Ἰφικλέος μὲν παῖς Τυνδαρίδας δὲ I. 1.30
I μέν δέ δέ — (δέ..) στάδιον μὲν ἀρίστευσεν. ὁ δὲ πάλᾳ κυδαίνων Ἔχεμος Τεγέαν. Δόρυκλος δὲ. ἂν ἵπποισι δὲ. μᾶκος δὲ. ἐν δ — O. 10.64ἐγγὺς μὲν Φέρης. ἐκ δὲ Μεσσάνας Ἀμυθάν. ταχέως δ' Ἄδματος ἶκεν καὶ Μέλαμπος P. 4.125
—6. κρέσσονα μὲν ἁλικίας νόον φέρβεται γλῶσσάν τε· θάρσος δὲ (δὲ Schneidewin: τε codd.)—.ἀγωνίας δ P. 5.109
—113.ἄγοντι δέ με πέντε μὲν Ἰσθμοῖ νῖκαι, μία δ'. δύο δ P. 7.13
—6.ἡσυχία δὲ φιλεῖ μὲν συμπόσιον· νεοθαλὴς δ' αὔξεται μαλθακᾷ νικαφορία σὺν ἀοιδᾷ· θαρσαλέα δὲ παρὰ κρατῆρα φωνὰ γίνεται N. 9.48
μακρὰ μὲν. πολλὰ δ'. οὐδ Ὑπερμήστρα. Διομήδεα δ. γαῖα δ N. 10.4
τοὶ μὲν ὦν Θήβαισι. ὅσσα δ'. ἀνορέαις δ I. 4.7
—11.ἐν μὲν Αἰτωλῶν θυσίαισι φαενναῖς Οἰνείδαι κρατεροί, ἐν δὲ Θήβαις ἱπποσόας Ἰόλαος γέρας ἔχει, Περσεὺς δ' ἐν Ἄργει Κάστορος δ αἰχμὰ Πολυδεύκεός τ ἐπ Ἐὐρώτα ῥεέθροις. ἀλλ ἐν Οἰνώνᾳ I. 5.30
—4.τὸν μὲν ἄνδωκε δ'. ὁ δ I. 6.37
—41.ἵπποι μὲν ἀθάναται Ποσειδᾶνος ἄγοντ' Αἰακ[ ] Νηρεὺς δ ὁ γέρων ἕπετα[ι ] πατὴρ δὲ Κρονίων μολ[ Pae. 15.2
σεμνᾷ μὲν κατάρχει. ἐν δὲ κέχλαδεν. ἐν δὲ Ναίδων. ἐν δ Δ. 2.. τοῖσι λάμπει μὲν μένος ἀελίου, φοινικορόδοις δ ἐνὶ λειμώνεσσι (δ supp. Bergk: τ Boeckh) Θρ.. 1. τεῖρε δὲ στερεῶς ἄλλαν μὲν σκέλος, ἄλλαν δὲ πᾶχυν, τὰν δὲ αὐχένα φέροισαν fr. 169. 30—2. ἀελλοπόδων μέν τιν' εὐφραίνοισιν ἵππων τιμαὶ καὶ στέφανοι τοὺς δ ἐν πολυχρύσοις θαλάμοις βιότα. τέρπεται δὲ καί τις fr. 221.II in paratactic climax. ἄριστον μὲν ὕδωρ, ὁ δὲ χρυσὸς, εἰ δ' ἄεθλα (cf. O. 3.45) O. 1.1—3.ἐμοὶ μὲν ὦν, ἐπ' ἄλλοισι δὲ, τὸ δ ἔσχατον O. 1.111
—3.Πίσα μὲν Διός. Ὀλυμπιάδα δὲ. Θήρωνα δὲ O. 2.3
πολλὰ μὲν, πολλὰ δ'. ἅπαν δ εὑρόντος ἔργον O. 13.14
ἀρέομαι πὰρ μὲν Σαλαμῖνος, ἐν Σπάρτᾳ δ', παρὰ δὲ τὰν εὔυδρον ἀκτὰν Ἱμέρα P. 1.76
πολ]λὰ μὲν τὰ πάροιθ[ ]δαιδάλλοισ' ἔπεσιν, τὰ δ α[ ] Ζεὺς οἶδ, ἐμὲ δὲ πρέπει Παρθ. 2. 31. ἀπὸ Ταυγέτοιο μὲν. Σκύριαι δ. ὅπλα δ ἀπ Ἄργεος, ἅρμα Θηβαῖον, ἀλλ ἀπὸ Σικελίας fr. 106. ἁ μὲν ἀχέταν Λίνον αἴλινον ὕμνει, ἁ δ' Ὑμέναιον. ἁ δ Ἰάλεμον υἱὸν Οἰάγρου λτ;δὲγτ; Ὀρφέα (δὲ supp. Wil.) *qr. 3. 6.—10IIIμέν. νῦν αὖτε δὲ. ἐν Νεμέᾳ μὲν πρῶτον νῦν αὖτε Ἰσθμοῦ. εἴη δὲ τρίτον σωτῆρι πορσαίνοντας Ὀλυμπίῳ I. 6.3—7.g ὁ μέν ὁ δέ — ( ὁ δέ).ἀλλ' ὁ μὲν Πυθῶνάδ ᾤχετ ἰὼν. ἁ δὲ τίκτε θεόφρονα κοῦρον O. 6.37
—41.τὸ μὲν γὰρ πατρόθεν τὸ δ' ματρόθεν O. 7.23
ἐδόκησαν ἐπ' ἀμφότερα μαχᾶν τάμνειν τέλος, τοὶ μὲν γένει φίλῳ σὺν Ἀτρέος Ἑλέναν κομίζοντες, οἱ δ ἀπὸ πάμπαν εἴργοντες O. 13.58
ἀμφοτέροις ὁμοῖοι τοκεῦσι, τὰ ματρόθεν μὲν κάτω, τὰ δ' ὕπερθε πατρός P. 2.48
δόξαν εὑρεῖν τὰ μὲν ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον, τὰ δ' ἐν πεζομάχαισι P. 2.65
τὸν μὲν ἁ δ P. 3.8
—12.ἄλλον ἀλλοίων ἀχέων ἔξαγεν τοὺς μὲν μαλακαῖς ἐπαοιδαῖς ἀμφέπων, τοὺς δὲ προσανέα πίνοντας ἢ γυίοις περάπτων παντόθεν φάρμακα, τοὺς δὲ τομαῖς ἔστασεν ὀρθούς P. 3.51
τὸν μὲν τοῦ δὲ P. 3.97
—100.τὰ μὲν παρίκει· τῶν νῦν δὲ P. 6.43
Κάστορος βίαν σέ τε, ἄναξ Πολύδευκες, υἱοὶ θεῶν, τὸ μὲν παρ' ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου P. 11.63
ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος, ὃ καί τιν ἀελπτίᾳ βαλὼν ἔμπαλιν γνώμας τὸ μὲν δώσει, τὸ δ οὔπω P. 12.32
τοὶ μὲν ὁ δ N. 1.41
διείργει δὲ πᾶσα κεκριμένα δύναμις, ὡς τὸ μὲν οὐδὲν, ὁ δὲ χάλκεος ἀσφαλὲς αἰὲν ἕδος μένει οὐρανός N. 6.3
ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται τὰν δ' ὑπὸ κεύθεσι γαίας N. 10.55
ἀλλὰβροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὖχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον. τὸν δ' αὖ παρέσφαλεν καλῶν θυμὸς ἄτολμος ἐών N. 11.29
ἁ μὲν ἁ δ' ἁ δ Θρ. 3.. καὶ τοὶ μὲν ἵπποις γυμνασίοισι λτ;τεγτ;, τοὶ δὲ πεσσοῖς, τοὶ δὲ φορμίγγεσσι τέρπονται, παρὰ δέ σφισιν εὐανθὴς ἅπας τέθαλεν ὄλβος Θρ. 7. 6—7. irregularly coordinated,τὰ δ' ἄλλαις ἁμέραις πολλὰ μὲν ἐν κονίᾳ χέρσῳ, τὰ δὲ γείτονι πόντῳ φάσομαι N. 9.43
, cf. P. 3.51h with anaphora.πολλὰ μὲν πολλὰ δὲ O. 13.14
πολλὰ μὲν πολλὰ δὲ (Boeckh: μιν codd.) P. 9.123ὅσσους μὲν ὅσσους δὲ N. 1.62
ἀλλ' ἀνὰ μὲν βρομίαν φόρμιγγ, ἀνὰ δ αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν N. 9.8
τρὶς μὲν τρὶς δὲ N. 10.27
ἥμισυ μὲν ἥμισυ δὲ N. 10.87
εὖ μὲν Ἀρισταγόραν δέξαι εὖ δ' ἑταίρους N. 11.3
—4.πολλὰ μὲν πολλὰ δὲ N. 11.6
—7.χρὴ μὲν ὑμνῆσαι τὸν ἐσλόν, χρὴ δὲ κωμάζοντ' ἀγαναῖς χαρίτεσσιν βαστάσαι I. 3.7
—8.ἀγαπᾶται, μέτρα μὲν γνώμᾳ διώκων, μέτρα δὲ καὶ κατέχων I. 6.71
διαγινώσκομαι μὲν, γινώσκομαι δὲ καὶ Pae. 4.22
ἐντὶ μὲν. ἐντὶ [δὲ καὶ] (supp. Wil.) Θρ. 3. 1. οἶδε μὲν βίου τελευτάν, οἶδεν δὲ διόσδοτον ἀρχάν fr. 137. 1.i where the μέν cl. has concessive force.σοφίαι μὲν αἰπειναί· τοῦτο δὲ προσφέρων O. 9.107
κώμῳ μὲν ἁδυμελεῖ Δίκα παρέστακε· θεῶν δ' ὄπιν ἄφθονον αἰτέω P. 8.70
ἦ τιν' ἄγλωσσον μέν, ἦτορ δ ἄλκιμον, λάθα κατέχει ἐν λυγρῷ νείκει N. 8.24
cf.μὲν ἀλλά P. 4.139
; P. 6.23k indicating comparison.λέγεται μὰν Ἕκτορι μὲν κλέος ἀνθῆσαι Σκαμάνδρου χεύμασιν ἀγχοῦ, βαθυκρήμνοισι δ' ἀμφ ἀκταῖς Ἑλώρου δέδορκεν παιδὶ τοῦθ Ἁγησιδάμου φέγγος ἐν ἁλικίᾳ πρώτᾳ N. 9.39
l where μέν and δὲ clauses are irregularly balanced.Ἱέρωνος ὃς ἀμφέπει σκᾶπτον δρέπων μὲν κορυφὰς ἀρετᾶν ἄπο πασᾶν, ἀγλαίζεται δὲ καὶ μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ O. 1.13
οἱ ὤπασε θησαυρὸν δίδυμον μαντοσύνας, τόκα μὲνφωνὰν ἀκούειν, εὖτ' ἂν δὲ Ἡρακλέης κτίσῃ, τότ αὖ χρηστήριον θέσθαι κέλευσεν O. 6.66
ὃς τύχᾳ μὲν δαίμονος, ἀνορέας δ' οὐκ ἀμπλακὼν O. 8.67
πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν ἔμπαλιν μὲν τέρψιος, οἱ δὲ O. 12.11
οὐ ψεύσομ' ἀμφὶ Κορίνθῳ, Σίσυφον μὲν πυκνότατον παλάμαις ὡς θεόν, καὶ τὰν Μήδειαν. τὰ δὲ καί ποτ ἐν ἀλκᾷ ἐδόκησαν ἐπ ἀμφότερα μαχᾶν τάμνειν τέλος O. 13.52
—5. πρύτανι κύριε πολλᾶν μὲν εὐστεφάνων ἀγυιᾶν καὶ στρατοῦ. εἰ δέ τις (v. G. P., 374) P. 2.58διψῇ δὲ πρᾶγος ἄλλο μὲν ἄλλου, ἀεθλονικία δὲ μάλιστ' ἀοιδὰν φιλεῖ N. 3.6
—7.ὁ δ' ἀποπλέων Σκύρου μὲν ἅμαρτε πλαγχθέντες δ εἰς Ἐφύραν ἵκοντο N. 7.37
χαίρω δὲ πρόσφορον ἐν μὲν ἔργῳ κόμπον ἱείς, ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν N. 8.48
—9 cf. N. 9.48ἄνδρα δ' ἐγὼ μακαρίζω μὲν πατέῤ Ἀρκεσίλαν. εἰ δέ τις N. 11.11
“λίσσομαι παῖδα θρασὺν ἐξ Ἐριβοίας ἀνδρὶ τῷδε τελέσαι, τὸν μὲν ἄρρηκτον φυάν, θυμὸς δ' ἑπέσθω” I. 6.47—9.μάτρωί θ' χάλκασπις ᾧ πότμον μὲν Ἄρης ἔμειξεν, τιμὰ δ ἀγαθοῖσιν ἀντίκειται I. 7.25
—6. σὲ δ' ἐγὼ παρά μιν αἰνέω μέν, Γηρυόνα, τὸ δὲ μὴ Δὶ φίλτερον σιγῷμι πάμπαν fr. 81 ad Δ. 2. πόλιν ἀμφινέμονται, πλεῖστα μὲν δῶρ' ἀθανάτοις ἀνέχοντες, ἕσπετο δ αἰενάου πλούτου νέφος fr. 119. 3.m μέν δέ combined with other particles.Iμὲν ὦν δέ. ἀρούραισιν, αἵτ ἀμειβόμεναι τόκα μὲν ὦν βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν, τόκα δ αὖτ ἀναπαυσάμεναι σθένος ἔμαρψαν N. 6.10
cf. O. 1.111II γε μὲνδέ, opposing two connected thoughts to what precedes; v. 4. infra. (Fortune, you guide ships and wars and councils).αἵ γε μὲν ἀνδρῶν πόλλ' ἄνω, τὰ δ αὖ κάτω ψεύδη μεταμώνια τάμνοισαι κυλίνδοντ ἐλπίδες. σύμβολον δ οὔ πώ τις ἐπιχθονίων πιστὸν εὗρεν θεόθεν O. 12.5
ὕπατον δ' ἔσχεν Πίσα Ἡρακλέος τεθμόν. ἁδεῖαί γε μὲν ἀμβολάδαν ἐν τελεταῖς δὶς Ἀθαναίων μιν ὀμφαὶ κώ-μασαν· γαίᾳ δὲ καυθείσᾳ πυρὶ καρπὸς ἐλαίας ἔμολεν N. 10.33
n fragg. τὶν μὲν [πά]ρ μιν[ ] ἐμὶν δὲ πὰ[ρ] κείνοι[ς Πα. 1. 1. λίγεια μὲν Μοῖσ' ἀφα [ ] μνάσει δὲ καί τινα Πα. 14. 32—5.3 μέν balanced with particles other than δέ.a μέν ἀλλά lang=greek>Iτὸ μὲν Ἀρχιλόχου μέλος, φωνᾶεν Ὀλυμπίᾳ ἄρκεσε. ἀλλὰ νῦν O. 9.1
λέγοντι μὰν χθόνα μὲν κατακλύσαι μέλαιναν ὕδατος σθένος, ἀλλὰ ἀνάπωτιν ἐξαίφνας ἄντλον ἑλεῖν O. 9.50
ποταμοὶ δ' ἁμέραισιν μὲν προχέοντι ῥόον καπνοῦ αἴθων· ἀλλ ἐν ὄρφναισιν P. 1.22
ἀσθενεῖ μὲν χρωτὶ βαίνων, ἀλλὰ μοιρίδιον ἦν P. 1.55
“ ἐντὶ μὲν θνατῶν φρένες ὠκύτεραι κέρδος αἰνῆσαι ἀλλ' ἐμὲ χρὴ καὶ σὲ” P. 4.139ῥᾴδιον μὲν γὰρ πόλιν σεῖσαι ἀλλ' ἐπὶ χώρας αὖτις ἕσσαι δυσπαλὲς δὴ γίνεται P. 4.272
πολλὰ μὲν ἀρτιεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει. ἀλλ ὅμως καύχαμα κατάβρεχε σιγᾷ I. 5.46
—52, cf. fr. 106.II μέν ἀλλά δέ δέ, in enumeration.παρὰ μὲν ὑψιμέδοντι Παρνασσῷ τέσσαρας ἐξ ἀέθλων νίκας ἐκόμιξαν, ἀλλὰ Κορινθίων ὑπὸ φωτῶν ἐν ἐσλοῦ Πέλοπος πτυχαῖς ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη, ἑπτὰ δ' ἐν Νεμέᾳ, τὰ δ οἴκοι μάσσον ἀριθμοῦ, Διὸς ἀγῶνι N. 2.19
—24.b μέν τε.Iχαίταισι μέν ζευχθέντες ἔπι στέφανοι πράσσοντί με τοῦτο χρέος, ἅ τε Πίσα O. 3.6
ὄτρυνον νῦν ἑταίρους, Αἰνέα, πρῶτον μὲν κελαδῆσαι, γνῶναί τ' ἔπειτ O. 6.88
ἁδυμελεῖ θαμὰ μὲν φόρμιγγι παμφώνοισί τ' ἐν ἔντεσιν αὐλῶν O. 7.12
βλάστε μὲν ἐξ ἁλὸς ὑγρᾶς νᾶσος, ἔχει τέ μιν ὀξειᾶν ὁ γενέθλιος ἀκτίνων πατήρ O. 7.69
τίμα μὲν δίδοι τε O. 7.88
παρέσταν μὲν ἄρα Μοῖραι σχεδὸν ὅ τ' ἐξελέγχων χρόνος O. 10.52
αἱ δύο δ' ἀμπλακίαι φερέπονοι τελέθοντι· τὸ μέν ὅτι, ὅτι τε P. 2.31
ὁ θεῖος ἀνὴρ πρίατο μὲν θανάτοιο κομιδὰν πατρός, ἐδόκησέν τε P. 6.39
ὀφείλει δ' ἔτι θαμὰ μὲν Ἰσθμιάδων δρέπεσθαι κάλλιστον ἄωτον ἐν Πυθίοισί τε νικᾶν Τιμονόου παῖδ N. 2.9
ἦ μὰν ἀνόμοιά γεδᾴοισι ἕλκεα ῥῆξαν τὰ μὲν ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ, ἄλλων τε μόχθων ἐν πολυφθόροις ἁμέραις N. 8.30
—1. τὸ μὲν ἔλευσεν· ἴδον τ' ἄποπτα[ Δ.. 3. γόνον ὑπάτων μὲν πατέρων μελπόμενοι γυναικῶν τε Καδμειᾶν fr. 75. 11.II μέν τε — ( και/τε.), in enumeration.μιν αἰνέω μάλα μὲν τροφαῖς ἑτοῖμον ἵππων χαίροντά τε καὶ πρὸς ἡσυχίαν τετραμμένον O. 4.14
—6.εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας βωμῷ τε ταμίας συνοικιστήρ τε, τίνα κεν φύγοι ὕμνον O. 6.4
κτεῖνε μὲν κλέψεν τε ἔν τ P. 4.249
—51.III irregularly coordinated.ἀλλ' ἐγὼ Ἡροδότῳ τεύχων τὸ μὲν ἅρματι τεθρίππῳ γέρας, ἁνία τ ἀλλοτρίαις οὐ χερσὶ νωμάσαντ ἐθέλω ἐναρμόξαι μιν ὕμνῳ I. 1.14
αἰδοῖος μὲν ἧν ἀστοῖς ὁμιλεῖν, ἱπποτροφίας τε νομίζων ἐν Πανελλάνων νόμῳ. καὶ θεῶν δαῖτας προσέπτυκτο πάσας I. 2.37
ἐμὲ δὲ πρέπει παρθενήια μὲν φρονεῖν γλώσσᾳ τε λέγεσθαι *parq. 2. 34.d uncertain exx. ἀείδει μὲν ἄλσος ἁγνὸν τὸ τεὸν ποταμόν τε ὤανον ἐγχωρίαν τε λίμναν καὶ σεμνοὺς ὀχετούς, Ἵππαρις οἶσιν ἄρδει στρατόν, κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων ταχέως ὑψίγυιον ἄλσος ( κολλᾷ τε cum ἄρδει, Σ; cum ἀείδει μὲν Hermann) O. 5.10—2. [ μὲν — (coni. Hartung: μιν codd.: ὔμμιν de Jongh) τε (v. l. δέ) O. 11.17—9.] [κρέσσονα μὲν. θάρσος τε — (codd.: δὲ Schneidewin),ἀγωνίας δ P. 5.109
—13.] [ θάνεν μὲν μάντιν τ ( θάνεν μὲν cum ὁ δ' ἄρα v. 34, edd. vulg.) P. 11.31—33.] [τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι Ὀλυμπίᾳ ἀγώνων πολυφάτων ἔσχον θοὰν ἀκτῖνα σὺν ἵπποις, Πυθοῖ τε ἤλεγξαν Ἑλλανίδα στρατιὰν ὠκύτατι ( Ὀλυμπίᾳ τ codd., edd.: τ del. Pauw: Ὀλυμπίαθ Maas) P. 11.46] [ μὲν (codd.: ἔμμεν Turyn) N. 7.86] [ μὲν τε (v. l. δ.) Θρ. 7. 1—5.]cμὲν γε μάν. νῦν δ' ἔλπομαι μέν, ἐν θεῷ γε μὰν τέλος O. 13.104
d μὲν αὖτε. ( θεός)ὃς ἀνέχει τότε μὲν τὰ κείνων, τότ' αὖθ ἑτέροις ἔδωκεν μέγα κῦδος P. 2.89
, cf. I. 6.3—7.eμέν ἀτάρ. οἱ μὲν κρίθεν· ἀτὰρ Ἰάσων αὐτὸς P. 4.168
Ἀπόλλωνι μὲν θ[εῶν] ἀτὰρ ἀνδρῶν Ἐχεκ[ρά]τει ?fr. 333a. 4.f μέν καί καί. cf. 1. b supra. πρῶτον μὲν Ἀλκμήνας σὺν υἱῷ Τρώιον ἂμ πεδίον, καὶ μετὰ ζωστῆρας Ἀμαζόνος ἦλθεν καὶ εἷλε Μήδειαν fr. 172. 3—6.4 γε μέν, yet cf. 2. m. β supra. “ νῦν γε μὲν” (byz.: μάν codd.) P. 4.50 τίν γε μέν (cf. G. P., 387) N. 3.83 -
6 συνάγω
A (lyr.), prob. in E.IA 290 (lyr.), [dialect] Ep.σύνᾰγον Il.14.448
: [tense] fut. συνάξω: [tense] aor. 1 συνῆξα, [dialect] Dor. ,1791 (Delph., ii B.C.); inf. συνάξαι v.l. in Ev.Luc. 3.17; part. συνάξας f.l. for συννάξας in Hdt.7.60: but the regul. [tense] aor. is συνήγαγον: [dialect] Att. [tense] pf.συνῆχα X.Mem.4.2.8
; (v.l. -γιοχ-, -γιωχ-, γειοχ-), Dsc.1.68, Iamb.VP35.254, etc.; [dialect] Dor.συναγάγοχα Test.Epict.3.12
: [tense] pf. [voice] Pass. συνῆγμαι, [dialect] Dor.- ᾶγμαι Ti.Locr.101b
.--Old [dialect] Att. [full] ξυνάγω, which Hom. also uses metri gr.:—bring together, gather together:I of persons, animals, etc., ἡ δὲ ξυνάγουσα γεραιὰς νηόν.. to the temple, Il.6.87, cf. Hdt.2.111, 3.150, etc.;ἐς ἕνα Χῶρον σ. μυριάδα ἀνθρώπων Id.7.60
;ἔνθα ποτ' Ὀρφεὺς σύναγεν δένδρεα μούσαις, σύναγεν θῆρας E.Ba. 563
(lyr.); ποίμνας Ὀλύμπου ς. S.Fr. 522; Ἕλληνας εἰς ἓν καὶ Φρύγας ς. E.Or. 1640, cf. Ar.Lys. 585 (anap.); σ. ἐς ὀλίγον crowd them into a narrow compass, Th.2.84;σ. εἰς ταὐτόν Pl.Phdr. 256c
, cf. Tht. 194b; εἰς ἕν, εἰς μίαν ἀρχήν, Arist.Pol. 1280b13, 1299b13; much like συνοικίζω, ib. 1285b7.2 bring together for deliberation or festivity,βουλήν Batr.134
;δικαστήριον Hdt.6.85
;τοὺς στρατηγούς Id.8.59
;ἐκκλησίαν τινὸς ἕνεκα Th.2.60
; ἔς τι, περί τινος, Id.1.120, X.HG7.1.27;οἱ νόμοι σ. ὑμᾶς, ἵνα.. D.19.1
;τὴν βουλὴν καὶ τὸν δῆμον Arist.Ath.43.3
; σ. πανηγύρεις, ἑταιρείας, συσσίτια, etc., Isoc.4.1,79, Pl.R. 365d, Lg. 625e, etc.;σ. ἔρανον Μηνὶ Τυράννῳ IG3.74.21
, cf. GDI1772, 1791 (Delph., ii B.C.):—[voice] Pass.,πανήγυρις.. συναγομένη SIG888.129
(Scaptopara, iii A.D.): abs., hold a club dinner or meeting, Thphr.Char.30.18, and so perh. OGI130.5 (Egypt, ii B.C.);σ. ἀπὸ συμβολῶν Diph.43.28
;ἔλεγον συνάγειν τὸ μετ' ἀλλήλων πίνειν Ath.8.365c
, cf. Sophil.4.2, Men.158, Hsch.; νυνὶ.. συνάγουσι they are at dinner, Men.Epit. 195.3 in hostile sense, ξ. Ἄρηα, ἔριδα Ἄρηος, ὑσμίνην, join battle, begin the battle-strife, etc., Il.2.381, 5.861, 14.448, al.; πόλεμον ς. Isoc.4.84.b match, pit two warriors one against the other, A.Th. 508: hence intr., ἐς μέσσον ς. engage in fight, Theoc.22.82;σ. τινί Plb.11.18.4
;εἰς Χεῖρας Plu.Publ.9
.4 bring together, join in one, unite,ἄμφω ἐς φιλότητα h.Merc. 507
;παράνοια σ. νυμφίους φρενώλεις A.Th. 756
(lyr.); τὸ κακὸν σέ τε κἀμὲ ς. E. Hel. 644 (lyr.), cf. Ar.Ach. 991 (lyr.);ἀνθρώπους εἰς κηδείαν X.Mem.2.6.36
; γυναῖκα καὶ ἄνδρα, of Isis, IG12(5).14.20 (Ios, iii A.D.): hence γάμους ς. contract marriages, X.Smp.4.64.5 bring together, make friends of, reconcile, Emp. ap. Arist.Metaph. 1000b11, D.58.42, 59.45; bring persons together in works of fiction,Κρέοντα καὶ Τειρεσίαν Pl. Ep. 311b
.6 σ. ἑαυτόν collect oneself, Plu.Phil.20.7 lead with one, receive,σ. εἰς τὸν οἶκον LXX 2 Ki.11.27
, cf. Jd.19.15; gave hospitality to..,Ev.Matt.
25.35:—[voice] Pass., Act.Ap.11.26.II of things,σύναγεν νεφέλας Od.5.291
, cf. Thphr.Vent.42;ἵνα οἱ σὺν φόρτον ἄγοιμι Od.14.296
;κήρυκες ὅρκια πιστὰ θεῶν σύναγον Il.3.269
;τὰ Χρήματα ἐκ τῶν ἀγρῶν X.An.6.2.8
; τὸ ἔλαιον ἐν ἀγγείοις interpol. in Hdt.6.119;τὰς εἰσφοράς Arist.Pol. 1314b15
, cf. PHib.1.157 (iii B.C.), PCair.Zen.315.1 (iii B.C.), etc.;καρπόν Plb.12.2.5
;κόγχον καὶ κύαμον Crates Theb.7
; τρυγᾶν καὶ ς. PRev.Laws 24.14 (iii B.C.); τὴν μήκωνα ς. Sammelb. 4305 (iii B.C.);σ. εἰς μίαν γωνίαν τὸ ἀποκτένισμα τοῦ στιππύου PCair.Zen.176.41
(iii B.C.);συναγαγεῖν καὶ συναθροῖσαι τὸ θερμόν Thphr.Ign.17
;εἰς ἀποθήκας Ev.Matt.6.26
;κοινὸν σ. τὸν βίον Pl.Plt. 311c
;σ. ἐκ δικαίων τὸν βίον Men.Mon. 196
; of an artist,σ. τὰ κάλλιστα ἐκ πολλῶν X. Mem.3.10.2
, cf. Pl.R. 488a.b of a historical writer,σ. τὰς πράξεις Isoc.12.252
, 15.45; συνηγμένος concise in speech, D.L.4.33; of an anthologist, ὅλας ῥήσεις εἰς ταὐτὸν ς. Pl.Lg. 811a; σ. εἰς ταὐτὸν τὰ κάλλιστα τοῖς αἰσχίστοις jumble together, identify, Aeschin.2.145, cf. Pl.Sph. 251d;Σειληνὸν καὶ Μαρσύαν.. εἰς ἕν Str.10.3.14
.2 draw together, so as to make the extremities meet, τὰ κέρεα (of an army) Hdt.6.113; Αἴας δὲ.. δεξιὸν κέρας πρὸς τὸ λαιὸν (dub. l.) (lyr.);σ. ἐς τετράγωνον τάξιν τοὺς ὁπλίτας Th.4.125
, cf. 1.63, etc.; σ. τὰ τέρματα, of two rivers which gradually approach one another, Hdt.4.52; σ. ἑαυτόν, of a snake, Arist.HA 594a19; σ. τοὺς πόρους, of a styptic, Thphr.Od.36; σ. τὰν ἁφάν, τὰν γεῦσιν, Ti.Locr. 101c; συναγμένα [φωνά] ib. 101b.b draw together, narrow, contract, [ τὴν διώρυχα] Hdt.7.23; πρῴρην ς. bring it to a point, Id.1.194; τὸν.. Χρόνον ὡς εἰς μικρότατον ς. D.Prooem.36;τὴν πόλιν Plb.5.93.5
, etc.;ἐκ μεγάλας δαπάνας εἰς μικρόν IG12(2).645
a.16 (Nesos, iv B.C.):—[voice] Pass.,συνάγεται καὶ διοίγεται ὁ φάρυγξ Arist.PA 664b25
;εἰς ὀξὺ συνῆχθαι Id.HA 496a19
;εἰς μικρόν Id.Mete. 354a7
, Democr. ap. Thphr.Ign.52; εἰς στενόν Didym. ap. Ath.11.477f;ποτήριον συνηγμένον εἰς μέσον Callix.3
; συνῆκται ἡ κοιλία is pinched in, drawn in, Archig. ap. Aët.6.3;ἐπὶ στενὸν συνάγεται τὸ στόμιον Sor.1.9
.cσ. τὰς ὀφρῦς S.Fr. 1121
, Ar.Nu. 582 (troch.), Antiph.218.2;ἐπισκύνιον Ar.Ra. 823
(lyr.); ; σ. τὰ βλέφαρα close the eyelids, ib.38, Gal.18(2).62; but σ. τὰ ὦτα prick the ears, of dogs, X.Cyn.3.5, cf. Ar.Eq. 1348;τὰ σκέλη πρὸς ἄλληλα Sor.1.101
, cf. 2.61 ([voice] Pass.), Diocl.Fr.141.d metaph.,σ. τινὰς ἐς κίνδυνον ἔσχατον App.Hann.60
; συνάγεσθαι to be straitened, afflicted, λιμῷ, σιτοδείᾳ, Plb.1.18.7,10; συνάγεσθαι τοῖς Χαρακτῆρσι to become pinched in its features, Sor.1.108; but πεφυκότος τοῦ θερμοῦ συνάγειν καὶ τονοῦν τὴν γαστέρα pull the stomach together, Gal.15.195; τὰ στύφοντα ἐδέσματα σ. καὶ σφίγγει τὰ σώματα ib.462, cf. 6.90, al.3 conclude from premisses, infer, prove, Arist.Rh. 1357a8, 1395b25, Metaph. 1042a3, Pol. 1299b12, Phld.Sign.12, al.;σ. ὅτι.. Arist.Rh. 1377b6
, cf. A.D. Conj.249.7: c. inf., Luc.Hist.Conscr.16: c. gen. abs., σ. ὥς τινος γενομένου form a conclusion of his having been.., Arist.Pol. 1274a25; συνάγοντες λόγοι cogent arguments, Stoic.2.77, Arr.Epict.1.7.12: also, sum up numbers, D.H.4.6, Ptol.Alm.9.10, Dioph.3.6, al.; also, obtain them by multiplication, ὁ συνηγμένος [ἀριθμὸς] ἐκ τῶν κβ καὶ πθ the product.., Aristarch.Sam.13, cf. Papp.22.7, Paul.Al.K.1; of division, give a quotient, Dioph.2.9; of an integer, yield a fraction (9 = 72/8), ib.12; of any calculation, yield a result, Id.1.25, al. ([voice] Pass.).4 [voice] Pass., συνάγεται τᾷ περιφορᾷ is carried along with it, Ti.Locr.98e. -
7 ἐκλείπω
A leave out, pass over,πολλὰ δ' ἐκλείπω λέγων A.Pers. 513
;ἐ. ὄχλον λόγων Id.Pr. 827
, cf. D.25.47; ἐ. Ἄνδρον leave out, pass over Andros, Hdt.4.33;ἐ. ὁτιοῦν τῆς παρασκευῆς Th.7.48
;τὴν στρατιάν X.HG5.2.22
;εἴ τι ἐξέλιπον, σὸν ἔργον ἀναπληρῶσαι Pl.Smp. 188e
:—[voice] Pass., ὄνειδος οὐκ ἐκλείπεται fails not to appear, A.Eu.97.2 forsake, desert, abandon, τὰς πατρίδας, τὴν ξυμμαχίην, etc., Hdt.1.169,6.13, etc.;θήρας μόχθον E.Hipp.52
;τὸ ξυνώμοτον Th.2.74
; ; abandon, quit,τὴν τάξιν Hdt.8.24
, al.;τὴν χώρην Id.4.105
, 118,al.; , cf. 58; give up,τὴν τυραννίδα Hdt.6.123
;τὰ ὑπάρχοντα Th.1.144
; ; v. infr.11.2.3 freq.in elliptic phrases, ἐκλείπειν τὴν πόλιν εἰς τὰ ἄκρα abandon the city and go to the heights, Hdt.6.100, cf.8.50, X.An.7.4.2; (lyr.).4 εἴ τις ἐξέλιπε τὸν ἀριθμόν (of the Persian immortals) if any one left the number incomplete, Hdt.7.83.II intr., of the Sun or Moon, suffer eclipse, Th.2.28 ; in full, ;ἐ. τὰς ὁδούς Ar.Nu.
584.2 die, οἱ ἐκλιπόντες the deceased, Pl.Lg. 856e;τῶν ἄλλων ἐκλελοιπότων Is.11.10
, etc.; of trees, BGU1120.33 (i B.C.); more freq. in full,ἐ. βίον S.El. 1131
; ὑφ' ὧν ἥκιστα ἐχρῆν τὸν βίον ἐκλιπών (= ἀποθανών) Antipho 1.21; so , etc.3 faint, Hp.Prorrh.1.71.4 generally, leave off, cease, τῇ μοι [ ὁ λόγος]ἐξέλιπε Hdt.7.239
;ἐ. πυρετός Hp.Aph.4.56
, cf. Th.3.87; ἐκλέλοιπεν εὐφρόνη, i.e. it is day, S.El.19; ὥστε μὴ 'κλιπεῖν κλέος ib. 985, cf. 1149; [ αἱ ἐργασίαι]ἐκλελοίπασιν Isoc.8.20
: c. part., leave off doing, Pl.Mx. 234b, cf. 249b: c. gen.,θεραπείας Plu.Marc.17
.5 fail, be wanting, , cf. Pl.R. 485d;τῶν ἐπιτηδείων ἐκλειπόντων D.S.16.75
;ἡ φωνὴ ἐξέλιπε Luc.Nigr.35
; περὶ ὧν ἐ. [ὁ νόμος] Arist.Pol. 1286a37: Gramm., of words in a sentence, A.D.Synt.11.17; of grammatical forms, ib. 168.21.8 ἐκλείπων σφυγμός remittent pulse, Gal. 9.66.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκλείπω
-
8 κεραΐζω
κεραΐζω (mit κείρω zusammenhangend, nach den Alten aber eigtl. ἐπὶ φϑορᾶς τῆς ἐκ τῶν ζώων κεραςφόρων), von Grund aus zerstören, verwüsten, plündern; vom Löwen, σταϑμοὺς κεραΐζων Il. 5, 556. 16, 752; πόλιν 16, 830 Od. 8, 516; pass. neben ἀλαπάζω Il. 24, 245; ἄστυ Her. 1, 88; τὰ χρήματα, von Dieben, 2, 121; Sp.; – von lebenden Wesen, umbringen, morden; Τρῶας Il. 2, 860, vgl. 21, 129; ϑῆρας Pind. P. 9, 21; νυμφιδίους εὐνὰς ϑανάτοις κεραϊζομένας Eur. Alc. 889; οἱ λέοντες τὰς καμήλους ἐκεράϊζον μούνας Her. 7, 125; τοὺς ἱκέτας ἐκ τοῦ νηοῦ, vertreiben, 1, 159; von Schiffen, in Grund bohren, 8, 86.
-
9 ἐκ-λείπω
ἐκ-λείπω, 1) auslassen, verlassen, so daß man weggeht; χῶρον Aesch. Ch. 536; Thuc. 1, 92 u. A.; τὴν τυραννίδα, aufgeben, Her. 6, 123; τὸν βίον, sterben, Soph. El. 1120; Antiph. 1, 21; φάος Eur.; τὸ ζῆν Pol.; bes. verrätherischer Weise im Stich lassen, προδούς με κἀκλιπών Soph. Phil. 899; τὴν τάξιν, τὴν φυλακήν Plut. u. a. Sp.; auch ohne acc., von Soldaten, desertiren, Xen. An. 7, 4, 2; ἐκλείπειν πόλιν ἐς τὰ ἄκρα, ἐς ἄλλην, eine Stadt verlassen u. in eine andere ziehen, auswandern nach, Her. 6, 100. 8, 50; Xen. An. 1, 2, 24; – sich einer Sache entziehen, στρατείαν Xen. Hell. 5, 2, 22; ὁτιοῠν τῆς παρασκευῆς Thuc. 7, 38; unterlassen, nicht beobachten, ὅσα ἐξελελοίπεσαν τῆς συνϑήκης Thuc. 5, 42; ϑεραπείας σώματος, τὸ βοηϑεῖν, Plut. Marcell. 17 Lys. 23; ὅρκον, brechen, Eur. I. T. 750, wie τὸ ξυνώμοτον Thuc. 2, 74; – weglassen, bes. in der Rede übergehen, ὄχλον λόγων Aesch. Prom. 829; πολλὰ ἐξέλιπον λέγων Pers. 505; εἴ τι ἐξέλιπον, σὸν ἔργον ἀναπληρῶσαι Plat. Conv. 188 e; ϑρήνους Eur. Phoen. 1629; ϑήρας μόχϑον Hipp. 52; γραφάς Dem. 25, 47. – 2) intrans., ablassen, nachlassen; ἐπιϑυμίαι Plat. Rep. VI, 485 d; ῥώμη γὰρ ἐκλέλοιπεν, ἣν πρὶν εἴχομεν, eigtl. hat uns verlassen, ist geschwächt, vergangen, Eur. Herc. Fur. 230; μέλαινά τ' ἄστρων ἐκλέλοιπεν εὐφρόνη, es ist Tag geworden, Soph. El. 19, vgl. 985; ἡ νόσος τὸ δεύτερον ἐπέπεσε τοῖς Αϑηναίοις, ἐκλιποῠσα μὲν οὐδένα χρόνον τὸ παντάπασιν, sie hatte nie ganz aufgehört, Thuc. 3, 87; διὰ τὸ ἐκλελοιπέναι αὐτόϑι τὴν χιόνα Xen. An. 4, 5, 15, weil der Schnee dort fortgegangen; αἱ ἐργασίαι διὰ τὸν πόλεμον ἐκλελοίπασιν, sind ins Stocken gerathen, Isocr. 8, 20; ἄνειμι ἐκεῖσε τοῦ λόγου τῇ μοι τὸ πρότερον ἐξέλιπε, wo meine Erzählung stehen blieb, Her. 7, 239; ἡ φωνὴ ἐξέλιπε, ging aus, Luc. Nigr. 35; τοὔνομα Plut. Rom. 18; c. partic., τοὺς τελευτήσαντας τιμῶσα οὐδέποτε ἐκλείπει, sie ermangelt nie zu ehren, Plat. Menex. 249 b, vgl. 234 a. – Ohnmächtig werden, Hippocr.; sterben, Plat. Legg. IX, 856 e; Is. 11, 10. – Von der Sonne u. dem Monde, sich verfinstern (ausbleiben), Thuc. 2, 28 Plat. Phaed. 99 d u. Folgde, der gewöhnliche Ausdruck; Her. 7, 37 sagt dafür auch ὁ ἥλιος ἐκλιπὼν τὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἕδρην ἀφανὴς ἦν, wie Ar. Nub. 575 ἡ Σελήνη δ' ἐκλέλοιπε τὰς ὁδούς. – Das pass., wie intr., ὄνειδος ἐκλείπεται Aesch. Eum. 97, die Schmach verschwindet.
-
10 ἦ
ἦ (in first position, but introducing phrase P. 9.22, 37, postponed once O. 13.63)a emphasising what follows.ἦ κεν ἀμνάσειεν P. 1.47
ἦ τιν' ἄγλωσσον μέν, ἦτορ δ ἄλκιμον λάθα κατέχει ἐν λυγρῷ νείκει N. 8.24
] ᾖ Διὸς οὐκ ἐθελο[ ( ἔφη interp. Bury) Πα. 7B. 43. esp.πολύς; ὃς τᾶς ὀφιώδεος υἱόν ποτε Γοργόνος ἦ πόλλ' ἀμφὶ κρουνοῖς Πάγασον ζεῦξαι ποθέων ἔπαθεν O. 13.63
κεράιζεν ἀγρίους θῆρας, ἦ πολλάν τε καὶ ἡσύχιον βουσὶν εἰρήναν παρέχοισα πατρῴαις P. 9.22
ἦ θαύματα πολλά O. 1.27
b in combination with other particles. α. ἦρα (= ἦ ἄρα).1 in asseveration (v. also ἦρα, ῥα.) [ ἦ ῥα Μηδείας ἐπέων στίχες ( ἔφη Σ: ἦρα Schr.) P. 4.57]ἦῤ, ὦ φίλοι, κατ' ἀμευσίπορον τρίοδον ἐδινάθην P. 11.38
2 introducing question. “ ὁσία κλυτὰν χέρα οἱ προσενεγκεῖν ἦρα καὶ ἐκ λεχέων κεῖραι μελιαδέα ποίαν;” P. 9.37 τίνι τῶν πάρος, ὦ μάκαιρα Θήβα, καλῶν ἐπιχωρίων μάλιστα θυμὸν τεὸν εὔφρανας; ἦρα χαλκοκρότου πάρεδρον Δαμάτερος ἁνίκ' εὐρυχαίταν ἄντειλας Διόνυσον; I. 7.3II ἦ μάν, in strong asseveration.ἦ μὰν ἀνόμοιά γε δᾴοισιν ἐν θερμῷ χροὶ ἕλκεα ῥῆξαν N. 8.28
“ ἦ μάν νιν ὤτρυνον θαμὰ” P. 4.40ἦ μὰν πολλάκι καὶ τὸ σεσωπαμένον εὐθυμίαν μείζω φέρει I. 1.63
c ἦ γάρ, emphasising a reason.ἀκούσατ· ἦ γὰρ ἑλικώπιδος Ἀφροδίτας ἄρουραν ἢ Χαρίτων ἀναπολίζομεν P. 6.1
ἦ γὰρ αὐτῶν μετάστασιν ἄκραν[ θῆ]κε Δ. 4. 40.d ἦ δή, v. δή.------------------------------------ἦ1 spoke dub., ἦ ῥα Μηδείας ἐπέων στίχες (v. Wil., 387̆{1}: ἦρα Schr.) P. 4.57, cf. Πα. 7B. 43. -
11 εἴλω
εἴλω (also [full] εἰλέω, [full] εἱλέω, [full] εἴλλω, [full] εἵλλω, [full] ἴλλω; εἱλῶνται is f.l. in Aret.SD1.2), a word whose meanings are traceable to various roots of similar form, v. infr. D.—From εἴλω ([tense] pres. in Hom. only [voice] Pass. part. εἰλόμενος (v. infr.)), we have [dialect] Ep. [tense] aor.Aἔλσα Il.11.413
, inf.ἐέλσαι 21.295
, [dialect] Dor. part.ἔλσαις Pi.O.10(11).43
:—[voice] Med., [tense] aor.ἠλσάμην Semon.17
:—[voice] Pass., [tense] aor. 2 ἐάλην [pron. full] [ᾰ] Il.13.408; inf. ἀλῆναι, ἀλήμεναι, 16.714, 18.76; part. ἀλείς, εῖσα, έν 22.308: [tense] pf. ἔελμαι, part. -μένος 13.524
:—for ἐόλει, ἐόλητο, v. ἐόλει.—Fromεἰλέω Il.2.294
: [tense] impf.εἴλεον Od.22.460
; [var] contr.εἴλει Il.8.215
, Od.12.210;ἐείλεον Il.18.447
: [tense] fut. , AP12.208 (Strat.): [tense] aor. , Dsc.5.87 (ἐν-):—[voice] Med., [tense] impf.εἰλεῦντο Il.21.8
; part.εἰλεύμενος Hdt.2.76
:—[voice] Pass., [tense] aor.εἰλήθην Hp.Morb.4.52
: [tense] pf. and Is.11.5 (s. v. l.), Lyc. 1202: [tense] plpf.εἴληντο J.AJ 12.1.9
.A shut in (less freq. shut out, εἰλέσθων τοῦ ἱαροῦ let them be shut out from the temple, IG22.1126.48 (iv B.C.)); [Ὀδυσῆα] ἔλσαν ἐν μέσσοισι μετὰ σφίσι, πῆμα δὲ ἔλσαν (Zenod., v.l. πῆμα τιθέντες) Il.11.413;ὅτε Κύκλωψ εἴλει ἐνὶ σπῆϊ Od.12.210
, cf. 22.460;ἔνθα δυώδεκα μὲν μένον ἤματα δῖοι Ἀχαιοί· εἴλει γὰρ Βορέης ἄνεμος μέγας οὐδ' ἐπὶ γαίῃ εἴα ἵστασθαι Od.19.200
;ὅν περ ἄελλαι χειμέριαι εἰλέωσιν Il.2.294
;εἱλεῖσθαι ἐν τῷ τόπῳ, μὴ δυνάμενον ἐκπλεῦσαι Arist.Mir. 840a33
, cf. EM298.29; εἰς ἄστυ ἄλεν (for ἄλησαν) Il.22.12;κατὰ ἄστυ ἐέλμεθα 24.662
;ἐελμένοι ἔνδοθι πύργων 18.287
; ; χειμέριον ἀλὲν ὕδωρ ponded water, prevented from flowing away, Il.23.420; ὅσοι πικροὶ.. χυμοὶ κατὰ τὸ σῶμα πλανηθέντες ἔξω μὲν μὴ λάβωσιν ἀναπνοήν, ἐντὸς δὲ εἱλλόμενοι (v.l. εἰλόμενοι) τὴν ἀφ' αὑτῶν ἀτμίδα τῇ τῆς ψυχῆς φορᾷ συμμείξαντες ἀνακερασθῶσι, Pl.Ti. 86e.2 hinder, hold in check, prevent,ἧστο Διὸς βουλῇσιν ἐελμένος Il.13.524
, cf. A.Fr.25: ἔλλοψ (as though ἴλλοψ ) is derived from ἴλλεσθαι = εἴργεσθαι and ὄψ = φωνή by Ath.7.308c.3 enclose, cover, protect,ὑπ' ἀσπίδος ἄλκιμον ἦτορ ἔλσας Callin.1.11
; τῇ ὕπο (sc. τῇ ἀσπίδι) πᾶς ἐάλη he was entirely covered, Il.13.408.B press, as olives and grapes, Paus.Gr.Fr.155; ἀμφὶ βίην Διομήδεος.. εἰλόμενοι huddling around him, Il.5.782; ἵππων φειδόμενος, μή μοι δευοίατο φορβῆς ἀνδρῶν, εἰλομένων, εἰωθότες ἔδμεναι ἄδην here where men throng, ib. 203;πλῆθεν.. ἵππων τε καὶ ἀνδρῶν εἰλομένων· εἴλει δὲ.. Ἕκτωρ 8.215
, cf. 1.409, 18.447, 21.295; πόλις δ' ἔμπλητο ἀλέντων ib. 607; ἐς ποταμὸν εἰλεῦντο they were forced into the river, ib.8; εἱλουμένης τῆς τροφῆς the nourishment being concentrated, Thphr.CP6.11.8;θῆρας ὁμοῦ εἰλεῦντα Od.11.573
; [λέων] ἰλλόμενός περ ὁμίλῳ hard- pressed, A.R.2.27;ἀπωθούμενον ὑπὸ τοῦ περιεστῶτος ἔξωθεν πνεύματος πάλιν ἐντὸς ὑπὸ τὸ δέρμα εἱλλόμενον κατερριζοῦτο Pl.Ti. 76b
:—[voice] Pass., of crowds, swarm, jostle one another,ἐν ὀλίγῳ εἰλουμένους Plu.Crass.25
; of ants, Luc.Icar.19.2 in [tense] aor. [voice] Pass., of a man or animal, contract his body, draw himself together, ; ἐνὶ δίφρῳ ἧστο ἀλείς ( huddled up),ἐκ γὰρ πλήγη φρένας 16.403
; of a lion when struck,ἐάλη τε χανών 20.168
; of a warrior,Ἀχιλῆα ἀλεὶς μένεν 21.571
; , Od. 24.538.II without the idea of pressure, collect,ἐν Πίσᾳ ἔλσαις στρατὸν λείαν τε πᾶσαν Pi.O.10(11).43
:—[voice] Pass., Ἀργείους ἐκέλευσα ἀλήμεναι ἐνθάδε πάντας to assemble, Il.5.823.C (found only in the forms εἰλέω ([etym.] εἱλ-) , ἴλλω) wind, turn round, ; ἀπὸ δὲ τῶ[ν πετρῶν] ἴλλει ἡ στεφάνη ἐπὶ τὸν λόφον GDIiv p.847 (iv B.C.);νῆα δ' ἔπειτα πέριξ εἴλει ῥόος A.R.2.571
; roll, γλῶσσαν dub.in Call.Iamb.1.144:— [voice] Pass., revolve, move to and fro,ἰλλομένων ἀρότρων S.Ant. 340
(lyr.);οἱ ἀστέρες ἐν τῷ οὐρανῷ εἰλέονται Luc.Astr.29
; περὶ τὴν γῆν ἀεὶ εἱλεῖν ἰών, as etym. of ἥλιος ([etym.] ἀέλιος), Pl.Cra. 409a; εἰλέονται ἐπὶ τὸ ὑγιὲς σκέλος they pivot or swing round on the sound leg, Hp.Art.52, cf. Mochl.20; of a flame,περὶ δ' αὐτὸν εἰλεῖτο φλόξ Mosch.4.104
; κατ' αὐτὸν (sc. τὸν κισσὸν) ἕλιξ εἰλεῖται is twined round, Theoc.1.31; ap. Stob.1.3.52; also of hair on the crown, to be whorled, Ruf.Onom.13.II roll up tight, [κῶας] εἴλει ἀφασσόμενος A.R.4.181
;τὴν μηλωτὴν εἱλήσας LXX 4 Ki. 2.8
:—[voice] Pass., ἰλλομένοις ἐπὶ λαίφεσι furled, A.R.1.329.III metaph. in [voice] Pass., ἐν ποσὶ εἱλεῖσθαι to be familiar, Hdt. 2.76;οἱ περὶ τὰς δίκας εἱλούμενοι Max.Tyr.28.3
, cf. Alciphr.3.60,64.D It seems impossible to derive all the above uses from an orig. sense squeeze, though most of those under A and B, as well as C. II, might be so explained; but A seems to imply a root meaning bar, cf. ἀποϝηλέω, ἐγϝηληθίωντι, ϝήλημα (βήλημα), εἶλαρ, and C is to be compared with εἰλύω, Lat. volvo: some passages are doubtful in meaning, μή νυν περὶ σαυτὸν εἶλλε τὴν γνώμην ἀεί do not roll or wrap your thought round you, or do not confine your thought within you, Ar.Nu. 761; γῆν.. ἰλλομένην (v.l. εἱλλ-, εἰλλ-) was taken to mean revolving by Arist.Cael. 293b31 (cf.περὶ τὸ μέσον εἱλεῖσθαι Mete. 356a5
) but expld. (omitting τήν ) as packed tightly about.. by Procl.in Ti.3.136 D.; ἐν δὲ τῇ ταραχῇ (in the churning) εὐρυχωρίης γινομένης, εἰλέεται (sc. τὸ ὑγρόν) ἀποκεκριμένον καὶ θερμαίνει τὸ σῶμα perh. is squeezed out, Hp. Morb.4.51; πρὶν δὲ ταραχθῆναι οὐκ ἔχει ἐκχωρέειν τὸ πλεῖον τοῦ ὑγροῦ, ἀλλ' ἄνω καὶ κάτω εἰλέεται μεμιγμένον τῷ ἄλλῳ ὑγρῷ is driven up and down, ibid.:— νῆα κεραυνῷ Ζεὺς ἔλσας (ἐλάσας Zenod.
) ἐκέασσε prob. striking the ship.., Od.5.132, cf. 7.250 (only here in this sense). -
12 κεραΐζω
Aκεράϊζον Hom.
(v. infr.): [tense] fut. inf.κεραϊξέμεν Il. 16.830
: [tense] aor.ἐκεράϊσα Hdt.2.115
, - ϊξα Nonn. D.23.21: ([etym.] κείρω):— ravage, plunder,σταθμοὺς ἀνθρώπων κεραΐζετον Il.5.557
, cf. 16.752; πόλιν κεραϊξέμεν ἁμήν ib. 830, cf. Od.8.516, Parth.21.1, etc.;τὸ τῶν Λυδῶν ἄστυ Hdt.1.88
;τὰ οἰκία τοῦ ξείνου Id.2.115
;οἰκίας J.BJ6.8.5
;τοὺς σωροὺς τῶν δραγμάτων Ael.NA6.41
:—[voice] Pass.,θαλάμους κεραϊζομένους Il.22.63
;εὐνὰς θανάτοις κεραϊζομένας E.Alc. 886
(anap.).2 of ships, sink, disable, Hdt.8.91, cf. 86 ([voice] Pass.).3 of living beings, slaughter,Τρῶας κεράϊζε καὶ ἄλλους Il.2.861
, cf. 21.129;θῆρας Pi.P. 9.21
;οἱ [λέοντες] τὰς καμήλους ἐκεράϊζον Hdt.7.125
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεραΐζω
См. также в других словарях:
BORYSTHENES — I. BORYSTHENES fluv. Scythiae, secundum Istrum omnium maximus ad 600. stadia navigabilis, in cuius ostio ingens vis salis suâ sponte nascitur, et ingentia cete spims carentia reperiuntur. Herodot. Plin. l. 4. c. 12. Strabo, Solin. c. 20. Pompon.… … Hofmann J. Lexicon universale
EQUIS sepulchra constituta — apud Spatrian. in Adr. Caes. equos et canes sic amavit, ut eis sepulchra constitueret: Plin. item, Plutarch. Aelian. Mart. alios. Praecipue autem in Borysthene equo id officium usurpavit Hadrianus, cum illo ad venandum diu multumqueve usus esset … Hofmann J. Lexicon universale
λίνο — το (AM λίνον) 1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια λινίδες 2. το πιο σημαντικό είδος αυτού τού φυτού, το λινάρι μσν. αρχ. κλωστή από λινάρι αρχ. 1. κάθε πράγμα κατασκευασμένο από… … Dictionary of Greek
CUPIDO — Amoris Deus, quem Hesiodus natum vult ex Chao et Terra, Simonides ex Marte et Venere, Arcesilaus ex nocte et Aethere, Alcaeus ex Lite et Zephyro, Sappho ex Venere et Caelo, Seneca ex Venete et Vulcano. Quidam ex sola Venere prognatum tradunt,… … Hofmann J. Lexicon universale